μεγαλουργός

μεγαλουργός
η , ό [ός , όν ] совершающий великие дела, подвиги

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "μεγαλουργός" в других словарях:

  • μεγαλουργός — ό (Α μεγαλουργός και μεγαλοεργός, όν) αυτός που επιχειρεί ή επιτέλεσε μεγάλα έργα αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεγαλουργόν η μεγαλουργία. επίρρ... μεγαλουργῶς (Μ) μεγαλοπρεπώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ουργός*] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλουργός — ο αυτός που έκανε σημαντικά έργα: Ο μεγαλουργός Μότσαρτ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεγαλουργός — μεγαλοεργός masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλοεργός — μεγαλοεργός, ον (Α) βλ. μεγαλουργός …   Dictionary of Greek

  • μεγαλουργία — η (Α μεγαλουργία και μεγαλοεργία [μεγαλουργός] 1. η πραγματοποίηση μεγάλου έργου 2. σπουδαίο έργο που έχει συντελεστεί, το μεγαλούργημα αρχ. επιδεικτικά μεγαλοπρεπής πράξη …   Dictionary of Greek

  • μεγαλουργικός — και μεγαλοεργικός, ή, όν (Α) [μεγαλουργός] αυτός που επιχειρεί μεγάλα έργα …   Dictionary of Greek

  • μεγαλουργώ — (ΑM μεγαλουργῶ, έω, Α και μεγαλοεργῶ) [μεγαλουργός] επιχειρώ και εκτελώ μεγάλα έργα …   Dictionary of Greek

  • ՄԵԾԱԳՈՐԾ — (ի, աց.) NBH 2 0235 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 8c ա. μεγαλουργός magnificus. Որպէս մեծ ինչ գործեցեալ կամ գործելի. երեւելի. հոյակապ. *Զմեծագործ եւ զբազմերախտ ʼի քրիստոսէ պարգեւեալ մեծ աւանդ. Յհ. իմ. ատ.: *Մի՛ ընդ վատ ծառայի՝ վասն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»